προεξόφληση

προεξόφληση
η
πληρωμή χρέους πριν από τη λήξη της προθεσμίας: Προεξόφληση γραμματίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • αναπροεξόφληση — Η προεξόφληση από την εκδοτική τράπεζα συναλλαγματικών, που έχουν στην κατοχή τους οι εμπορικές τράπεζες. Ο τόκος με τον οποίο προεξοφλεί η κεντρική τράπεζα συναλλαγματικές του είδους λέγεται αναπροεξοφλητικό επιτόκιο. * * * η προεξόφληση τού… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλήσιμος — η, ο, Ν [προεξόφληση] αυτός που μπορεί να προεξοφληθεί, που έχει τα αναγκαία στοιχεία για να γίνει η προεξόφληση …   Dictionary of Greek

  • πινάκιο — το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ [πίναξ, ακος] 1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο 2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση 2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική» (οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας β)… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλώ — έω, Ν 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας 2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων 3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό 4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • προεξόφλημα — το, Ν η διαφορά χρηματικού ποσού ανάμεσα στην αξία κατά την προεξόφληση και κατά τη λήξη τής συναλλαγματικής που προεξοφλείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ., στον πληθ. προεξοφλήματα, μαρτυρείται από το 188β στον Ισολογισμό Τραπέζης Βιομηχανικῆς …   Dictionary of Greek

  • Σταύρου, Γεώργιος — Ο πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Ιωάννινα 1788 Αθήνα 1869). Μετά τις βασικές σπουδές στη γενέτειρα του συνέχισε στη Βιέννη, όπου και παράμεινε για να διευθύνει την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του. Εκεί μετέχει στη Φιλική… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση: Προεξοφλητικός τόκος (ο τόκος που αφαιρείται εξαιτίας της προεξόφλησης του χρέους) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”